- φαινοξυμεθυλοπενικιλ(λ)ίνη
- η, Ν(φαρμ.) πενικιλίνη ελάχιστα διαλυτή στο νερό, διαλυτή στην αιθυλική αλκοόλη και στην ακετόνη, ανθεκτική στην αδρανοποίηση από γαστρικούς παράγοντες, γεγονός που τήν καθιστά κατάλληλη για πρόσληψη από το στόμα, αλλ. πενικιλίνη V.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phenoxymethylpenicillin].
Dictionary of Greek. 2013.